μυιοκέφαλον

μυιοκέφαλον
μυιοκέφαλον
like a fly's head
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυιοκέφαλον — και μυοκέφαλον, τὸ (ΑΜ) νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εξέρχεται από τον κερατοειδή χιτώνα σταφυλοειδής φλύκταινα η οποία εξέχει σαν κεφάλι μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + κεφαλή (πρβλ. κυνο κέφαλον)] …   Dictionary of Greek

  • μυιοκεφάλου — μυιοκέφαλον like a fly s head neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυιοκεφάλων — μυιοκέφαλον like a fly s head neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυιοκέφαλα — μυιοκέφαλον like a fly s head neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοκέφαλον — μυοκέφαλον, τὸ (Α) βλ. μυιοκέφαλον …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”